εύτακτο

εύτακτο
düzenli, disiplinli

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύτακτος — η, ο (ΑΜ εὔτακτος, ον) 1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος 2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός μσν. αρχ. 1. ο ταιριαστός 2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο 3. πειθαρχικός, τακτικός αρχ. (για στρατό) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”